sábado, 4 de diciembre de 2010

viernes, 3 de diciembre de 2010

Vestimenta en época romana

Estatua romana de Livia Drusilla con palla y stola.


La ropa femenina en Roma estaba constituida por cuatro partes:


  • Ropa interior: Estaba formada por una camisa y, para sostener el pecho, la fascia pectoralis.
  • El vestido: Era una túnica estrecha hasta los pies, que solía ser de lana, algodón, lino y, más tarde, se empezó a utilizar la seda.
  • La stola: Se llevaba sobre la túnica. Era un vestido largo, de colores, bordado en la orilla y sujeto por un cinturón con joyas, un cordón, o una cinta con bordados de colores.
  • Encima de esto llevaban un manto que les cubría la espalda y, en ocasiones, la cabeza. 
La vestimenta masculina se diferenciaba según la clase social:

La toga: Era el vestido oficial que lucían al mostrarse en público. Era una pieza de lana blanca (en invierno gruesa y más fina en verano). Era muy complicada de poner, por lo que a veces necesitaban ayuda de un esclavo. Por esa razón, a partir de la época imperial, fue sustituida en ocasiones por vestidos que permitían más libertad de movimientos como capas o capotes y mantos. Recibía nombres distintos según los adornos que llevaba: toga pura si no llevaba ninguno, toga praetexta con una orla de púrpura, toga picta bordada en oro, toga purpurea totalmente de púrpura con algo blanco.
Bajo la toga llevaban la túnica de distinto tejido según la época, ceñida por un cinturón y adornada con el clavus (una banda que indicaba el orden al que pertenecía su portador). Era larga hasta las rodillas y se vestía dentro de casa y en el trabajo.
Los esclavos y la gente humilde solo llevaban una túnica.



 


No había diferencia entre calzado femenino y masculino excepto en la blandura de la piel y la variedad de colores y adornos.
Había tres tipos de calzado : 

  •  Las sandalias,sujetas con tirillas de cuero entre los dedos y con cintas en las piernas.
  • Los zuecos y los calcei, zapatos del ciudadado,romano, con lengüeta y cordones, que cubrían el pie hasta el tobillo y eran complemento de la toga.




Alba, Sara, Tatiana, 1º Bachillerato, IES de Poio

La comida en la Roma Antigua

Fresco pompeyano

La comida en Roma, se dividía en tres partes:
Tradicionalmente por  la mañana se servía un desayuno, el ientaculum, al mediodía un pequeño almuerzo, el prandium, y al atardecer la comida principal del día, la cena.


Ientaculum
Originalmente estaba compuesto de barras planas y redondas hechas de farro (un grano de cereal emparentado con el trigo) con algo de sal; en las clases altas también había huevos, queso y miel, así como leche y fruta.
En el período imperial, alrededor del comienzo de la Era Cristiana, el pan de trigo se introdujo y con tiempo más productos horneados reemplazaron al pan de farro. El pan era a veces humedecido con vino e ingerido con aceitunas, queso, galletas o uvas.

Prandium
Este almuerzo era más rico y consistía en su mayoría de las sobras de la cena del día anterior.

Cena
Alrededor de las tres, comenzaba la cena.
A veces se prolongaba hasta muy entrada la noche, especialmente si había invitados, y comúnmente le seguía una comissatio (una ronda de bebidas alcohólicas).
Especialmente en el período de los reyes y la república temprana, la cena consistía esencialmente de un tipo de gachas, las puls. El tipo más simple estaba hecho con farro, agua, sal y grasa. El tipo más sofisticado era hecho con aceite de oliva, acompañado con verduras cuando era posible. Las clases más ricas comían su puls con huevos, queso y miel, y ocasionalmente, carne y pescado.
En el transcurso del período de la república, la cena se dividió en dos platos: uno fuerte y un postre con fruta y mariscos. Al finalizar la república, era común que la comida se sirviera en tres partes: la entrada (gustatio), el plato fuerte (primae mensae) y el postre (secundae mensae).

Fresco de un banquete romano.

Joel y Sabela 1ºBac, IES de Poio

El peinado en el mundo romano

Mujer con peinado de la época Flavia

En la Antigua Roma nunca estuvo de moda el pelo corto.


 Las jóvenes llevaban el pelo recogido con un nudo en la nuca o en trenzas formando un moño .Entre las mujeres casadas era mayor la variedad y la complicación de los peinados: rizos, redecillas, postizos, pelucas rubias, y tintes eran de uso frecuente.


La preocupación por el peinado era tal  que, cuando se esculpía un busto, el artista tallaba el peinado con una pieza de marmol suelto para poderlo cambiar al variar la moda.


En la época Flavia el peinado de la mujer alcanzó su máxima complicación con gran volumen de rizos y cintas.


Vanessa Ferreiro y Dariana González 1º BAC, IES de Poio

martes, 30 de noviembre de 2010

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (3)

ΤΟ ΣΑΝΙΔΙΟΝ (6-9)
Μετά από τη σύντομη παράθεση των γεγονότων της αποδημίας και της επιστροφής του Μαντίθεου στην Αθήνα, λίγους μήνες πριν την πτώση του καθεστώτος των Τριάκοντα –διήγηση που στόχο έχει να εμφανίσει την επάνοδο του Μαντίθεου στην Αθήνα ως σύγχρονη περίπου με την ήττα και τη διάλυση του καθεστώτος αυτού και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο Μαντίθεος περνά στο στοιχείο το οποίο φαίνεται πως οι αντίπαλοί του χρησιμοποίησαν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, προκειμένου να τον ελέγξουν για ολιγαρχικά, τουλάχιστον, φρονήματα. Ο Μαντίθεος αντιμετωπίζει τώρα αυτό που στο προοίμιο εμφάνισε ως κατηγορητήριο με μια σειρά από κατά το εικός επιχειρήματα (ενθυμήματα). Επιδιώκει να υποβαθμίσει τη σημασία του σανιδίου ως αποδεικτικού στοιχείου για τη συμμετοχή του στο ιππικό των Τριάκοντα. Αρχικά ισχυρίζεται ότι βρίσκονται εγγεγραμμένοι στο σανίδιο μερικοί από αυτούς που είχαν αποδημήσει την εποχή των Τριάκοντα, όπως αυτός δηλαδή, ενώ πολλοί, οι οποίοι παραδέχονταν ότι υπηρέτησαν ως ιππείς δεν αναγράφονται. Δεν αναφέρει όμως κανένα παράδειγμα ούτε για τη μια ούτε για την άλλη περίπτωση.
Στη συνέχεια συγκρίνει την αποδεικτική αξία του σανιδίου με την αποδεικτική αξία των καταλόγων των φυλάρχων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σανίδιο δεν είναι καθόλου αξιόπιστο με την εξής συλλογική: Αν οι φύλαρχοι δεν κατόρθωναν να συγκεντρώσουν το συνολικό ποσό των επιδομάτων που είχαν δοθεί στους ιππείς και να το επιστρέψουν στο δημόσιο ταμείο, τότε ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι ίδιοι τη διαφορά. Άρα αυτό σημαίνει πως η κατάρτιση των καταλόγων γινόταν με πολύ μεγαλύτερη προσοχή και ευθύνη και κανένα επίδομα από κανέναν ιππέα δεν θα έπρεπε να ξεφύγει. Το σανίδιο, από την άλλη μεριά, ήταν εκτεθειμένο σε δημόσιο χώρο και ο καθένας είχε τη δυνατότητα να διαγράψει όποιου το όνομα ήθελε. Πέρα από το γεγονός ότι ο Μαντίθεος δεν αναφέρει και πάλι παραδείγματα ονομάτων που είχαν διαγραφεί από το σανίδιο (το δικό του όνομα, ωστόσο, δεν διαγράφηκε• υπήρχε, και άρα θα έπρεπε να αποδείξει πως κάποιος που τον επιβουλευόταν το προσέθεσε), μένει ανοικτό το θέμα αν το σανίδιο αποτελούσε πηγή για την κατάρτιση των καταλόγων και συνεπώς ήταν περισσότερο αξιόπιστο από τους καταλόγους, από όπου θα μπορούσε να παραληφθεί ένα όνομα είτε λόγω αβλεψίας είτε επειδή δωροδοκήθηκε ο φύλαρχος. Ο Μαντίθεος όμως δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους βουλευτές: δηλώνει προκαταβολικά πως είναι ανόητο να εξετάσει κανείς την παρουσία ή την απουσία ονομάτων από το σανίδιο και εμφανίζει ως δεδομένη και αυταπόδεικτη την αξιοπιστία των αρχόντων για τους οποίους έχει προβλεφθεί κάποια ποινή στην περίπτωση που δεν πράξουν σωστά το έργο τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ξεκινά την επιχειρηματολογία του με τη φράση εικός ην (5) και τελειώνει με τη φράση αναγκαίον ην (7).
Οι ισχυρισμοί του για το σανίδιο ενδέχεται να ισχύουν, είναι πιθανόν να συμβαίνει αυτό που ισχυρίζεται. Συμβαίνουν ως επί το πλείστον όσα ισχυρίζεται, ιδιαίτερα αν συνδεθούν με το ήθος που διαγράφει ο ομιλών για το πρόσωπό του ή τους αντιπάλους του, όπως συμβαίνει εδώ. Μπορεί όμως και να μην έχουν συμβεί έτσι τα πράγματα. Το ζητούμενο, πάντως, όπως το έθεσε ο ίδιος στην πρόθεσιν, δεν έχει αποδειχθεί κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Τα επιχειρήματα που στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσει ότι δεν έβλαψε κανέναν επί του καθεστώτος των Τριάκοντα, καθώς και το γεγονός ότι και άλλοι που είχαν αξιώματα επί των Τριάκοντα κατέκτησαν πάλι αξιώματα και επί δημοκρατίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι σαφώς ισχυρότερα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τα αφήνει και για το τέλος της ενότητας αυτής του λόγου του, λίγο πριν ανεβούν οι μάρτυρες που θα βεβαιώσουν όλα ή κάποια από τα γεγονότα που ανέφερε.

Αnastasia, 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (2)

ΠΡΟΟΙΜΙΟ (1-3)
Το προοίμιο, γενικότερα, ενός ρητορικού λόγου στοχεύει να κερδίσει την προσοχή των ακροατών, να τους διαθέσει ευνοϊκά προς τον ομιλούντα και να τους ενημερώσει συνοπτικά για το θέμα του λόγου. Τους στόχους αυτούς θέτει και το προοίμιο του λόγου αυτού του Λυσία.
Ο παράδοξος και εντυπωσιακός (αλλά και ειρωνικός) τρόπος έναρξης του λόγου, όπου ο κατηγορούμενος δηλώνει πως σχεδόν χρωστά χάρη στον κατήγορο που του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει δημόσια για τη ζωή του, στοχεύει στην πρόκληση της προσοχής των βουλευτών. Ο Μαντίθεος είναι σχεδόν ευγνώμων στους κατηγόρους του, καθώς τον αναγκάζουν να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του και να αποδείξει ότι έχει υπάρξει μετρίως βεβιωκώς, θέμα στο οποίο θα αφιερώσει τελικά και το μεγαλύτερο μέρος του λόγου, προσπερνώντας μέσα σε λίγες παραγράφους ό,τι ο ίδιος θα εμφανίσει στο τέλος του προοιμίου ως κατηγορητήριο.
Ήδη από την αρχή του λόγου ο Μαντίθεος εμφανίζει τον εαυτό του θύμα των συκοφαντιών των αντιπάλων του αλλά και αποφασισμένο να αποδείξει τα δημοκρατικά του φρονήματα και την προσφορά του προς την πόλη και τους πολέμους της. Εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά πως, παρά τις φημολογίες που κυκλοφορούν σε βάρος του, θα αποδειχθεί ότι όντως διαθέτει στη δημόσια και την ιδιωτική του ζωή τα προσόντα εκείνα που απαιτεί το βουλευτικό αξίωμα. Με διακριτικό τρόπο δηλώνεται η αγανάκτησή του για τους αντιπάλους, οι οποίοι, όπως σημειώνει, τον συκοφαντούν άδικα και επιδιώκουν να τον βλάψουν. Είναι βέβαιος πως, μετά το τέλος του λόγου του, θα κριθούν χείρονες από το ακροατήριο, ενώ ο ίδιος πολύ βελτίων.
Στο τέλος του προοιμίου, στο τμήμα που ονομάζεται πρόθεσις, ο Μαντίθεος δηλώνει το θέμα των επόμενων παραγράφων του λόγου του, ό,τι δηλαδή εμφανίζει ως κατηγορητήριο: θα αποδείξει ότι δεν υπηρέτησε ως ιππέας την εποχή των Τριάκοντα και ότι δεν μετείχε στο πολίτευμά τους.

Αnastasia, 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

lunes, 29 de noviembre de 2010

Λυσίας (1)





Ο Λυσίας (περ. 445 π.Χ. – 380 π.Χ.) γεννήθηκε στην Αθήνα. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια μέτοικων. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε στην Κάτω Ιταλία, όπου διδάχτηκε την ρητορική από επιφανείς ρητοροδιδασκάλους. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, βίωσε πολλές συμφορές επί των Τριάκοντα, με αποκορύφωμα τον θάνατο του αδελφού του. Συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και για αυτό τιμήθηκε με ισοτέλεια (απαλλάχθηκε από την υποχρέωση καταβολής του μετοικίου, φόρου που οι Αθηναίοι επέβαλλαν στους μετοίκους). Άσκησε το επάγγελμα του λογογράφου, για αυτό και το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού έργου του αποτελείται από δικανικούς λόγους.
Ὑπέρ Μαντιθέου
Πρόκειται για έναν από τους δικανικούς λόγους του Λυσία. Για την ακρίβεια πρόκειται για υπερασπιστικό λόγο που εκφωνείται από τον υπό δοκιμασία βουλευτή Μαντίθεο ενώπιον της Βουλής. Εκτιμάται ότι εκφωνήθηκε στον χώρο του Νέου Βουλευτηρίου (αρχαία αγορά της Αθήνας, σε κόκκινο κύκλο στον χάρτη) ανάμεσα στα 392 και 389 π.Χ.
Ο Μαντίθεος
Ο Μαντίθεος, ένας νέος 30 χρονών περίπου, ο οποίος ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή (περιοχή Θορικού, αρ. 5 στον χάρτη), κληρώθηκε βουλευτής. Τώρα περνά από τη διαδικασία της δοκιμασίας, του ελέγχου δηλαδή της δημόσιας και ιδιωτικής του ζωής, προκειμένου να κριθεί αν είναι κατάλληλος για το αξίωμα του βουλευτή, αν είναι δηλαδή Αθηναίος πολίτης και αν η συμπεριφορά του προς τους θεούς, τους γονείς του και την πόλη είναι η πρέπουσα. Κατηγορήθηκε όμως, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στον λόγο του, ότι διετέλεσε ιππέας επί των Τριάκοντα τυράννων, καθώς το όνομά του συμπεριλαμβάνεται στο σανίδιον, τον πίνακα, όπου ήταν αναγεγραμμένα τα ονόματα των ιππέων κατά την περίοδο αυτήν. Αναφέρει όμως επίσης ότι κυκλοφορούν και κάποιες φήμες σε βάρος του. Την κατηγορία τη σχετική με τη θητεία του στο ιππικό των Τριάκοντα επιχειρεί να ανασκευάσει ο Μαντίθεος στον λόγο του αυτόν. Κυρίως όμως επιχειρεί να απαντήσει στις φημολογίες σχετικά με το πρόσωπό του. Τελικός στόχος του είναι να αποδείξει ότι όντως έχει ζήσει μετρίως, με σύνεση και σωφροσύνη, κοσμίως, όπως απαιτούσε ο αθηναϊκός δήμος για τα μέλη της ελίτ.
Παναγιώτης 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

domingo, 28 de noviembre de 2010

Perseus and Andromeda

Μια ιστορία από το 4ο βιβλίο των Μεταμορφώσεων (Metamorphoses) του Οβιδίου (Publius Ovidius Naso)

Ο Κηφέας, ο βασιλιάς της Αιθιοπίας, και η γυναίκα του η Κασσιόπη (ή Κασσιόπεια) έχουν μια κόρη την Ανδρομέδα. Η Κασσιόπη, που ήταν πολύ περήφανη για την ομορφιά της, συγκρίνει τον εαυτό της με τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας οργισμένος  στέλνει στις ακτές της Αιθιοπίας ένα θαλάσσιο κήτος με σκοπό να βλάψει τους κατοίκους. Οι κάτοικοι της Αιθιοπίας ζητούν βοήθεια από το μαντείο του Άμμωνα. Το μαντείο τους απαντά πως ο θεός επιθυμεί να θυσιαστεί η Ανδρομέδα. Ο Κηφέας αναγκάζεται να δέσει την Ανδρομέδα σε ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα. Ενώ το θαλάσσιο κήτος κατευθύνεται προς την Ανδρομέδα, καταφθάνει στο σημείο αυτό ο Περσέας, ο γιος του Δία και της Δανάης από το Άργος, με τα φτερωτά του υποδήματα, ο οποίος επέστρεφε από την εκστρατεία εναντίον της Γοργώς. Όταν βλέπει την κοπέλα θαμπώνεται από την ομορφιά της, μαγεύεται από τα εκθαμβωτικά της μάτια και αποφασίζει να τη σώσει. Τη ζητά σε γάμο από τους γονείς της και υπόσχεται να τη σώσει. Το κήτος πλησιάζει στην ακτή. Μετά από πάλη, ο Περσέας κατορθώνει να το  σκοτώσει καρφώνοντας το ξίφος του στην πλάτη του. Το κήτος βγάζοντας δυνατές κραυγές βυθίζεται στα κόκκινα από το αίμα κύματα. Ο Περσέας πέφτει εξουθενωμένος μετά τη μάχη σε ένα βράχο για να ξεκουραστεί.
Οι γονείς της Ανδρομέδας θα δώσουν στον Περσέα και το βασίλειό τους ως προίκα. Ο Κηφέας, η Κασσιόπη και όλοι οι κάτοικοι της Αιθιοπίας χαίρονται και γιορτάζουν για το αίσιο τέλος της περιπέτειας. Ο Περσέας τελικά θα φέρει την Ανδρομέδα στην Τίρυνθα και θα αποκτήσει μαζί της αρκετά παιδιά.
Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης έγραψαν ο καθένας τους μία τραγωδία με τον τίτλο Ανδρομέδα, από τις οποίες σώζονται μόνον αποσπάσματα. Την ιστορία της Ανδρομέδας μπορούμε να τη διαβάσουμε και στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου (Βιβλιοθήκη 2.4.3) και στους μύθους του Υγίνου (Hyginus, Fabulae 64).

Αγγελική – Βάσω/2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων, Athens
Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων, Αθήνα