Mostrando entradas con la etiqueta Lysias. Mostrar todas las entradas
Mostrando entradas con la etiqueta Lysias. Mostrar todas las entradas

lunes, 31 de enero de 2011

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (5)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 20-21

Ο επίλογος του λόγου μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιόμορφος, εφόσον δεν έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός τυπικού επιλόγου, όπως π.χ. είναι ο επίλογος στον λόγο του Λυσία Υπέρ Αδυνάτου. Σύμφωνα με τη Ρητορική του Αριστοτέλη ένας επίλογος θα πρέπει να υπενθυμίζει συνοψίζοντας το θέμα (ανάμνησις), να προκαλεί πάθη στον ακροατή, να διαθέτει ευνοϊκά τον ακροατή προς τον ρήτορα και δυσμενώς προς τον αντίπαλο, να εξάρει τη σημασία κάποιων πραγμάτων και να ελαχιστοποιήσει την αξία άλλων.
Στον επίλογο του λόγου του όμως ο Μαντίθεος δεν αναφέρεται καθόλου στην κατηγορία και την ανασκευή της ούτε συνοψίζει τον δημόσιο και ιδιωτικό του βίο. Δεν επιτίθεται στους αντιπάλους του και δεν επιχειρεί ούτε να μεγαλοποιήσει ούτε να καταστήσει ασήμαντο κάτι που αφορά την υπόθεσή του. Αντίθετα, συνεχίζει απαντώντας με τον ίδιο υπερήφανο και "επιθετικό" τόνο στην ενόχληση που αντιλαμβάνεται πως κάποιοι αισθάνονται εξαιτίας της δημόσιας συμπεριφοράς του. Ο Μαντίθεος ισχυρίζεται πως κάποιοι θεωρούν πως επέδειξε αγενή, προκλητική, ασεβή συμπεριφορά μιλώντας στην εκκλησία του δήμου σε νεαρή ηλικία. Δικαιολογεί τη στάση του προβάλλοντας το γεγονός ότι αναγκάστηκε να το κάνει, προκειμένου να σώσει την πατρική του περιουσία από τη δήμευση. Ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλει για να δικαιολογήσει τη στάση του και να αποδείξει πως η δυσαρέσκεια των αντιπάλων του δεν έχει ερίσματα συνεχίζει ουσιαστικά το θέμα του κοσμίως και φιλοτίμως πολιτευομένου που έθιξε στις παραγράφους 18-19. Οι Αθηναίοι θεωρούν άξιους πολίτες όσους ασχολούνται με τα κοινά και ο ίδιος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση και να ανταποκρίνεται με το ενδιαφέρον του για την πόλη στις αξίες των Αθηναίων.
Ο επίλογος αυτός ταιριάζει απόλυτα στο ήθος του Μαντίθεου όπως αυτό διαγράφηκε μέχρι τώρα. Ο Μαντίθεος παραμένει αξιοπρεπής, θιγμένος και υπερήφανος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, ενώ με δυσκολία κρύβεται η έπαρσή του πίσω την επίκληση των αξιών της αθηναϊκής δημοκρατίας, τις οποίες διακηρύσσει πως υπηρετεί. Η ηλικία του ενδεχομένως μπορεί να δικαιολογήσει τη στάση του. Ο λόγος του μοιάζει να ταιριάζει και με τη ζωή του στην εξωραϊσμένη από τον λογογράφο μορφή της, αν βέβαια οι φημολογίες σε βάρος του έχουν κάποια βάση. Και το σημαντικότερο: προφανώς ο Λυσίας έκρινε πως δεν συμφέρει τον πελάτη του να κλείσει με μια ακόμα αναφορά στο ολιγαρχικό παρελθόν της οικογένειας ή στη φημολογία που κυκλοφορεί σε βάρος του. Αντίθετα, κρίνει σκόπιμο να αποσπάσει την προσοχή των βουλευτών από όλα αυτά και να οδηγήσει τη συζήτηση στα χαρακτηριστικά του καλού πολίτη όπως οι ίδιοι οι Αθηναίοι τα είχαν προσδιορίσει, υπογραμμίζοντας έτσι πως ο Μαντίθεος πληροί τις προϋποθέσεις για να γίνει βουλευτής.

Βάσω (Β' Λυκείου)
Θανάσης (Β' Λυκείου)

domingo, 30 de enero de 2011

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (4)

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΟΙΜΙΟ, Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΙΘΕΟΥ (9-19)

Ο Μαντίθεος, αφού αντικρούσει το κατηγορητήριο, όπως ο ίδιος το παρουσίασε στο προοίμιο του λόγου του (3), προχωρά σε είδος λογοδοσίας σχετικά με την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή του. Στο θέμα αυτό αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του λόγου του και δηλώνει αυτήν την πρόθεσή του στο "δεύτερο" προοίμιο του λόγου του, βασίζοντας την επιλογή του στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της δοκιμασίας σε αντίθεση με τους άλλου τύπου δικαστικούς αγώνες (9).
Ουσιαστικά ο Μαντίθεος αναπτύσσει εδώ θέματα που έχουν τεθεί ήδη στο "πρώτο" προοίμιο (1-3) όπου με έμφαση έχει αναφέρει πως θα αποδείξει ότι έχει ζήσει "μετρίως" και ότι είναι πολύ καλύτερος από ό,τι πιστεύουν οι αντίπαλοί του και από ό,τι φημολογείται σε βάρος του.
Στη συνέχεια, ο Μαντίθεος, από την ιδιωτική του ζωή, επιλέγει να αναφερθεί σε ζητήματα διανομής της περιουσίας ή διαχείρισης χρήματος αναφορικά με την οικογένειά του (10).
Από τη δημόσια πάλι ζωή του επιλέγει να αναφερθεί
α) στις συναναστροφές του και στη διαγωγή του, η οποία πολύ διαφέρει από τις συνήθειες άλλων νέων (τυχερά παιχνίδια, μέθη, ακολασίες), οι οποίοι εξαιτίας ακριβώς της κοσμιότητάς του τον φθονούν (11)
β) στο γεγονός ότι δεν έχει εμπλακεί σε σοβαρές δίκες είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές και πάντως όχι επονείδιστες (12)
γ) στο γεγονός ότι συνέδραμε οικονομικά άπορους στρατευμένους συμπολίτες του πριν την εκστρατεία στην Αλίαρτο
δ) στη στρατιωτική του θητεία και την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Η συμμετοχή του στην εκστρατεία στην Αλίαρτο τονίζεται με έμφαση. Το ύφος του στην παράγραφο 13 αλλάζει δραματικά (μακροπερίοδος υποτεταγμένος λόγος, χρήση μετοχών, αντιθέσεις), προκειμένου να αποδώσει τον ηρωισμό που ο Μαντίθεος επέδειξε προτείνοντας στον φύλαρχο τη μετάταξή του από το σώμα των ιππέων στους οπλίτες (βλ. εικόνες). Από την άλλη μεριά, το ύφος αυτό συγκαλύπτει το γεγονός ότι ο ηρωισμός του περιορίστηκε στην έκφραση των καλών του προθέσεων, αφού δεν χρειάστηκε το αθηναϊκό σώμα να συγκρουστεί με τους Σπαρτιάτες (13), όπως πληροφορούμαστε από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα (3.5.16-25). Από τη συμμετοχή του στη μάχη της Νεμέας, η οποία κατέληξε με βαριά ήττα των Αθηναίων, επιλέγει να τονίσει τη στάση του μετά την ήττα και την πρόθεσή του να συνεχίσει τον αγώνα μαζί με τους άνδρες της φυλής του στη Βοιωτία, την ώρα που όλοι είχαν δειλιάσει. Οι προτροπές του όμως προς τον ταξίαρχο εκφράζουν μεν θάρρος και παρορμητισμό, δεν λαμβάνουν όμως υπόψη τη γενικότερη κατάσταση του στρατεύματος, δεν βασίζονται σε συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό ούτε αποκαλύπτουν ιδιαίτερη αλληλεγγύη προς τους αποδεκατισμένους συστρατιώτες του.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο Μαντίθεος επιμένει στις πτυχές αυτές της ζωής του, επειδή θέλει να αντικρούσει φήμες για κακοδιαχείριση χρήματος, αλλαζονική συμπεριφορά και έκλυτο βίο που μάλλον κυκλοφορούσαν σε βάρος του, διατυπωμένες ενδεχομένως ασαφώς στο κατηγορητήριο αλλά πάντως γνωστές στους βουλευτές. Νομίζω πως κάπως έτσι θα πρέπει να εξηγήσουμε την επιμονή του σε θέματα που ούτως ή άλλως είχαν εξεταστεί κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, προτού δηλαδή ο Μαντίθεος μπει στη διαδικασία να αντικρούσει την επιχειρηματολογία αυτών που εμπόδισαν την επικύρωση της εκλογής του στο βουλευτικό αξίωμα.
Ένας ακόμη παράγοντας που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη για να εξηγήσουμε γιατί αφιερώνεται τόσος χρόνος στη λογοδοσία για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή, είναι πιθανόν το γεγονός ότι ο ο Μαντίθεος (και ο λογογράφος του ο Λυσίας) μπορεί να μην γνώριζαν εκ των προτέρων το ακριβές περιεχόμενο της κατηγορίας που οι αντίπαλοι θα διατύπωναν. Ας μην ξεχνάμε ότι στον θεσμό της δοκιμασίας η κατηγορία διατυπωνόταν μετά την εξέταση των νέων βουλευτών από την απερχόμενη βουλή. Θα ήταν μάλλον δύσκολο ο υπό δοκιμασία βουλευτής να γνώριζε εκ τον προτέρων με ακρίβεια σε τι ακριβώς θα απολογούνταν, ώστε να ενημερώσει στον λογογράφο του και να έχει έναν λόγο γραμμένο με βάση τις ακριβείς κατηγορίες που θα του προσάπτονταν. Ίσως γι’ αυτό προσπαθεί ο Μαντίθεος να καλύψει ό,τι υποψιάζεται ή γνωρίζει πως ενοχλεί τους αντιπάλους του στη δημόσια και ιδιωτική ζωή του. Προχωρά μάλιστα και πέρα από αυτό: επιχειρεί ο ίδιος να θέσει κριτήρια στους βουλευτές για την έννοια του "κοσμίως και φιλοτίμως πολιτευομένου" (:σημασία έχει το έργο του για την πόλη και όχι η εξωτερική του εμφάνισή, τα μακριά δηλαδή μαλλιά του, τα οποία όμως παρέπεμπαν σε σπαρτιατικές συνήθειες τις οποίες μιμούνταν Αθηναίοι ιππείς, 18-19) και να τους υπενθυμίσει ότι ο δημόσιος λόγος και πράξη όχι μόνον συνιστούν για την οικογένεια του Μαντίθεου παράδοση αλλά αποτελούν και αξίωση των ίδιων των Αθηναίων, στην οποία ο ίδιος πρόθυμα ανταποκρίνεται, όπως θα πει στον επίλογό του (20-21).


Φώτης/Β' Λυκείου

martes, 30 de noviembre de 2010

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (3)

ΤΟ ΣΑΝΙΔΙΟΝ (6-9)
Μετά από τη σύντομη παράθεση των γεγονότων της αποδημίας και της επιστροφής του Μαντίθεου στην Αθήνα, λίγους μήνες πριν την πτώση του καθεστώτος των Τριάκοντα –διήγηση που στόχο έχει να εμφανίσει την επάνοδο του Μαντίθεου στην Αθήνα ως σύγχρονη περίπου με την ήττα και τη διάλυση του καθεστώτος αυτού και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο Μαντίθεος περνά στο στοιχείο το οποίο φαίνεται πως οι αντίπαλοί του χρησιμοποίησαν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, προκειμένου να τον ελέγξουν για ολιγαρχικά, τουλάχιστον, φρονήματα. Ο Μαντίθεος αντιμετωπίζει τώρα αυτό που στο προοίμιο εμφάνισε ως κατηγορητήριο με μια σειρά από κατά το εικός επιχειρήματα (ενθυμήματα). Επιδιώκει να υποβαθμίσει τη σημασία του σανιδίου ως αποδεικτικού στοιχείου για τη συμμετοχή του στο ιππικό των Τριάκοντα. Αρχικά ισχυρίζεται ότι βρίσκονται εγγεγραμμένοι στο σανίδιο μερικοί από αυτούς που είχαν αποδημήσει την εποχή των Τριάκοντα, όπως αυτός δηλαδή, ενώ πολλοί, οι οποίοι παραδέχονταν ότι υπηρέτησαν ως ιππείς δεν αναγράφονται. Δεν αναφέρει όμως κανένα παράδειγμα ούτε για τη μια ούτε για την άλλη περίπτωση.
Στη συνέχεια συγκρίνει την αποδεικτική αξία του σανιδίου με την αποδεικτική αξία των καταλόγων των φυλάρχων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σανίδιο δεν είναι καθόλου αξιόπιστο με την εξής συλλογική: Αν οι φύλαρχοι δεν κατόρθωναν να συγκεντρώσουν το συνολικό ποσό των επιδομάτων που είχαν δοθεί στους ιππείς και να το επιστρέψουν στο δημόσιο ταμείο, τότε ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι ίδιοι τη διαφορά. Άρα αυτό σημαίνει πως η κατάρτιση των καταλόγων γινόταν με πολύ μεγαλύτερη προσοχή και ευθύνη και κανένα επίδομα από κανέναν ιππέα δεν θα έπρεπε να ξεφύγει. Το σανίδιο, από την άλλη μεριά, ήταν εκτεθειμένο σε δημόσιο χώρο και ο καθένας είχε τη δυνατότητα να διαγράψει όποιου το όνομα ήθελε. Πέρα από το γεγονός ότι ο Μαντίθεος δεν αναφέρει και πάλι παραδείγματα ονομάτων που είχαν διαγραφεί από το σανίδιο (το δικό του όνομα, ωστόσο, δεν διαγράφηκε• υπήρχε, και άρα θα έπρεπε να αποδείξει πως κάποιος που τον επιβουλευόταν το προσέθεσε), μένει ανοικτό το θέμα αν το σανίδιο αποτελούσε πηγή για την κατάρτιση των καταλόγων και συνεπώς ήταν περισσότερο αξιόπιστο από τους καταλόγους, από όπου θα μπορούσε να παραληφθεί ένα όνομα είτε λόγω αβλεψίας είτε επειδή δωροδοκήθηκε ο φύλαρχος. Ο Μαντίθεος όμως δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους βουλευτές: δηλώνει προκαταβολικά πως είναι ανόητο να εξετάσει κανείς την παρουσία ή την απουσία ονομάτων από το σανίδιο και εμφανίζει ως δεδομένη και αυταπόδεικτη την αξιοπιστία των αρχόντων για τους οποίους έχει προβλεφθεί κάποια ποινή στην περίπτωση που δεν πράξουν σωστά το έργο τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ξεκινά την επιχειρηματολογία του με τη φράση εικός ην (5) και τελειώνει με τη φράση αναγκαίον ην (7).
Οι ισχυρισμοί του για το σανίδιο ενδέχεται να ισχύουν, είναι πιθανόν να συμβαίνει αυτό που ισχυρίζεται. Συμβαίνουν ως επί το πλείστον όσα ισχυρίζεται, ιδιαίτερα αν συνδεθούν με το ήθος που διαγράφει ο ομιλών για το πρόσωπό του ή τους αντιπάλους του, όπως συμβαίνει εδώ. Μπορεί όμως και να μην έχουν συμβεί έτσι τα πράγματα. Το ζητούμενο, πάντως, όπως το έθεσε ο ίδιος στην πρόθεσιν, δεν έχει αποδειχθεί κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Τα επιχειρήματα που στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσει ότι δεν έβλαψε κανέναν επί του καθεστώτος των Τριάκοντα, καθώς και το γεγονός ότι και άλλοι που είχαν αξιώματα επί των Τριάκοντα κατέκτησαν πάλι αξιώματα και επί δημοκρατίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι σαφώς ισχυρότερα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τα αφήνει και για το τέλος της ενότητας αυτής του λόγου του, λίγο πριν ανεβούν οι μάρτυρες που θα βεβαιώσουν όλα ή κάποια από τα γεγονότα που ανέφερε.

Αnastasia, 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (2)

ΠΡΟΟΙΜΙΟ (1-3)
Το προοίμιο, γενικότερα, ενός ρητορικού λόγου στοχεύει να κερδίσει την προσοχή των ακροατών, να τους διαθέσει ευνοϊκά προς τον ομιλούντα και να τους ενημερώσει συνοπτικά για το θέμα του λόγου. Τους στόχους αυτούς θέτει και το προοίμιο του λόγου αυτού του Λυσία.
Ο παράδοξος και εντυπωσιακός (αλλά και ειρωνικός) τρόπος έναρξης του λόγου, όπου ο κατηγορούμενος δηλώνει πως σχεδόν χρωστά χάρη στον κατήγορο που του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει δημόσια για τη ζωή του, στοχεύει στην πρόκληση της προσοχής των βουλευτών. Ο Μαντίθεος είναι σχεδόν ευγνώμων στους κατηγόρους του, καθώς τον αναγκάζουν να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του και να αποδείξει ότι έχει υπάρξει μετρίως βεβιωκώς, θέμα στο οποίο θα αφιερώσει τελικά και το μεγαλύτερο μέρος του λόγου, προσπερνώντας μέσα σε λίγες παραγράφους ό,τι ο ίδιος θα εμφανίσει στο τέλος του προοιμίου ως κατηγορητήριο.
Ήδη από την αρχή του λόγου ο Μαντίθεος εμφανίζει τον εαυτό του θύμα των συκοφαντιών των αντιπάλων του αλλά και αποφασισμένο να αποδείξει τα δημοκρατικά του φρονήματα και την προσφορά του προς την πόλη και τους πολέμους της. Εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά πως, παρά τις φημολογίες που κυκλοφορούν σε βάρος του, θα αποδειχθεί ότι όντως διαθέτει στη δημόσια και την ιδιωτική του ζωή τα προσόντα εκείνα που απαιτεί το βουλευτικό αξίωμα. Με διακριτικό τρόπο δηλώνεται η αγανάκτησή του για τους αντιπάλους, οι οποίοι, όπως σημειώνει, τον συκοφαντούν άδικα και επιδιώκουν να τον βλάψουν. Είναι βέβαιος πως, μετά το τέλος του λόγου του, θα κριθούν χείρονες από το ακροατήριο, ενώ ο ίδιος πολύ βελτίων.
Στο τέλος του προοιμίου, στο τμήμα που ονομάζεται πρόθεσις, ο Μαντίθεος δηλώνει το θέμα των επόμενων παραγράφων του λόγου του, ό,τι δηλαδή εμφανίζει ως κατηγορητήριο: θα αποδείξει ότι δεν υπηρέτησε ως ιππέας την εποχή των Τριάκοντα και ότι δεν μετείχε στο πολίτευμά τους.

Αnastasia, 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

lunes, 29 de noviembre de 2010

Λυσίας (1)





Ο Λυσίας (περ. 445 π.Χ. – 380 π.Χ.) γεννήθηκε στην Αθήνα. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια μέτοικων. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε στην Κάτω Ιταλία, όπου διδάχτηκε την ρητορική από επιφανείς ρητοροδιδασκάλους. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, βίωσε πολλές συμφορές επί των Τριάκοντα, με αποκορύφωμα τον θάνατο του αδελφού του. Συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και για αυτό τιμήθηκε με ισοτέλεια (απαλλάχθηκε από την υποχρέωση καταβολής του μετοικίου, φόρου που οι Αθηναίοι επέβαλλαν στους μετοίκους). Άσκησε το επάγγελμα του λογογράφου, για αυτό και το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού έργου του αποτελείται από δικανικούς λόγους.
Ὑπέρ Μαντιθέου
Πρόκειται για έναν από τους δικανικούς λόγους του Λυσία. Για την ακρίβεια πρόκειται για υπερασπιστικό λόγο που εκφωνείται από τον υπό δοκιμασία βουλευτή Μαντίθεο ενώπιον της Βουλής. Εκτιμάται ότι εκφωνήθηκε στον χώρο του Νέου Βουλευτηρίου (αρχαία αγορά της Αθήνας, σε κόκκινο κύκλο στον χάρτη) ανάμεσα στα 392 και 389 π.Χ.
Ο Μαντίθεος
Ο Μαντίθεος, ένας νέος 30 χρονών περίπου, ο οποίος ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή (περιοχή Θορικού, αρ. 5 στον χάρτη), κληρώθηκε βουλευτής. Τώρα περνά από τη διαδικασία της δοκιμασίας, του ελέγχου δηλαδή της δημόσιας και ιδιωτικής του ζωής, προκειμένου να κριθεί αν είναι κατάλληλος για το αξίωμα του βουλευτή, αν είναι δηλαδή Αθηναίος πολίτης και αν η συμπεριφορά του προς τους θεούς, τους γονείς του και την πόλη είναι η πρέπουσα. Κατηγορήθηκε όμως, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στον λόγο του, ότι διετέλεσε ιππέας επί των Τριάκοντα τυράννων, καθώς το όνομά του συμπεριλαμβάνεται στο σανίδιον, τον πίνακα, όπου ήταν αναγεγραμμένα τα ονόματα των ιππέων κατά την περίοδο αυτήν. Αναφέρει όμως επίσης ότι κυκλοφορούν και κάποιες φήμες σε βάρος του. Την κατηγορία τη σχετική με τη θητεία του στο ιππικό των Τριάκοντα επιχειρεί να ανασκευάσει ο Μαντίθεος στον λόγο του αυτόν. Κυρίως όμως επιχειρεί να απαντήσει στις φημολογίες σχετικά με το πρόσωπό του. Τελικός στόχος του είναι να αποδείξει ότι όντως έχει ζήσει μετρίως, με σύνεση και σωφροσύνη, κοσμίως, όπως απαιτούσε ο αθηναϊκός δήμος για τα μέλη της ελίτ.
Παναγιώτης 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων