Ισοκράτης, Περί Ειρήνης 1-2 και 14-16.
Ο Ισοκράτης στο προοίμιο του λόγου του Περί Ειρήνης έχει να αντιμετωπίσει τόσο την τετριμμένη συνήθεια της αναφοράς στη σπουδαιότητα του θέματος στην αρχή των λόγων, όσο και την αρνητική στάση των Αθηναίων απέναντι στην πρότασή του για ειρήνη, οι οποίοι παρέμεναν σταθεροί στην ιδέα της συμμαχίας-ηγεμονίας, καθώς τους εξασφάλιζε οφέλη (πόροι, κληρουχίες, εξουσία). Ξεκινά δηλώνοντας πως γνωρίζει πως όλοι συνηθίζουν να τονίζουν τη σπουδαιότητα του θέματος που θα τους απασχολήσει, προκειμένου να εξασφαλίσουν το ενδιαφέρον του κοινού τους. Επιλέγει όμως και αυτός να τονίσε
ι τη σπουδαιότητα του θέματος για το οποίο θα μιλήσει και δικαιολογεί τη σπουδαιότητα αυτή από το γεγονός ότι το υπό συζήτηση θέμα αφορά στην ειρήνη και τον πόλεμο, πράγματα τα οποία επηρεάζουν πολύ την ανθρώπινη ζωή. Επιπλέον, ενισχύει τη σπουδαιότητα του θέματός του εξαρτώντας το ευ πράττειν (την ευημερία), το οποίο θα συνδέσει αργότερα με την ειρήνη, με το ορθώς βουλεύεσθαι στην παρούσα περίσταση. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως ο λόγος του Ισοκράτη δεν εκφωνήθηκε πραγματικά ενώπιον ακροατηρίου αλλά ο ρήτορας επιδιώκει να μας δημιουργήσει την εντύπωση αυτή αναφερόμενος στον τόπο, τον χρόνο και στις περιστάσεις της εκφώνησης του λόγου.
Για να αντιμετωπίσει στη συνέχεια (14) τη αρνητική προδιάθεση του ακροατηρίου του απέναντι στην πρότασή του, ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί τον κοινό τόπο της απαίτησης για παρρησία στην Εκκλησία του Δήμου, επιχειρώντας έτσι να προλάβει ενδεχόμενες αντιδράσεις. Ταυτόχρονα, αποφασίζει να μην κολακέψει το ακροατήριο, αλλά να το επικρίνει, καθώς θεωρεί ότι οι Αθηναίοι δίνουν ελευθερία λόγου στους δημαγωγούς και τους κωμικούς ποιητές, αναφερόμενος προφανώς στην Παλαιά Κωμωδία του Αριστοφάνη. Ισχυρίζεται μάλιστα πως το ακροατήριο είναι αρνητικά διατεθειμένο σε όσους θέλουν να συμβουλεύσουν και να ευεργετήσουν την πόλη, ενώ ακούει ευχάριστα όσους την κακολογούν στους υπόλοιπους Έλληνες. Αντιδιαστέλλοντας έντονα το δικό του ήθος στο ήθος των άλλων ρητόρων και παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πως είναι δύσκολο να αντιταχθεί κανείς στην κοινή γνώμη, δηλώνει πως θα μιλήσει με παρρησία τόσο για το θέμα που συζητείται όσο και για τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να υπάρξουν προκειμένου να μπορέσει να υλοποιηθεί η πρότασή του (παραίτηση από πολιτική θαλασσοκρατίας, αναδιοργάνωση γενικότερα της πολιτικής και των οικονομικών της Αθήνας).
Εμφατικά εισηγείται τη σύναψη ειρήνης με όλες ανεξαιρέτως τις πλευρές και όχι μεμονωμένα με τους αποστάτες του Συμμαχικού πολέμου, όπως προφανώς εισηγούνταν ο Εύβουλος. Επίσης, προτείνει την εφαρμογή της ειρήνης του 374 π.Χ. με τον βασιλιά Αρταξέρξη, η οποία αναφέρεται στον Διόδωρο τον Σικελιώτη (15.38) και μοιά
ζει να επαναλαμβάνει τους όρους της Ανταλκιδείου Ειρήνης (387 π.Χ.), συνθήκης που έπληττε τα συμφέροντα της Αθήνας (βλ. επιγραφή στην εικόνα). Η συνθήκη αυτή όριζε να είναι αυτόνομες οι πόλεις, να φύγουν οι ξένες φρουρές και να διοικεί ο καθένας τη δική του χώρα, ευνοώντας την Αθήνα σε σχέση με τη Θήβα.
Ο Ισοκράτης, όπως φαίνεται, προσπαθεί να αποτρέψει τους Αθηναίους από την πολιτική της ηγεμονίας και της διατήρησης της θαλασσοκρατίας κατά τα πρότυπα του παρελθόντος, καθώς πιστεύει ότι η αλαζονική συμπεριφορά τους θα ξαναεκδηλωθεί και πάλι θα οδηγηθούν οι πόλεις σε συγκρόυσεις. Πίστευε πλέον πως η αυτονομία, οι διπλωματικές διευθετήσεις των διαφορών και η ειρήνη είναι οι όροι που συμφέρουν την Αθήνα, που θα συμβάλουν στην ευημερία της και πως αυτοί αποτελούν την προϋπόθεση για τη συνένωση των Ελλήνων με στόχο την διοργάνωση της εκστρατείας κατά των Περσών. Τη δικαιοσύνη, την των ιδίων επιμέλεια και την ησυχία (και όχι τις τακτικές της πολυπραγμοσύνης, της αδικίας και της των αλλοτρίων επιθυμίας που προβάλλονταν από τους οπαδούς του δόγματος της ηγεμονίας), επιχειρεί τώρα να προβάλει ως αξίες που εξασφαλίζουν το καλό της πόλης (25-26).
Παναγιώτης, Β' Λυκείου