domingo, 19 de diciembre de 2010

Orfeo y Eurídice

Píramo y Tisbe

A panxoliña" Adeste fideles"

A célebre panxoliña Adeste fideles, que escoitamos cada Nadal, foi interpretada e versionada por moitos artistas. As extraordinarias voces de Enya e Celine Dión ofrécennos dous marabillosos regalos.


Adeste fideles
Adeste, fideles, laeti, triumphantes,
Venite, venite in Bethlehem:
Natum videte regem angelorum:

Venite adoremus, venite adoremus
Venite adoremus Dominum.

En grege relicto, humiles ad cunas,
vocati pastores approperant.
Et nos ovanti gradu festinemus.

Venite adoremus, venite adoremus
Venite adoremus Dominum.

Aeterni Parentis splendorem aeternum,
velatum sub carne videbimus.
Deum infantem, pannis involutum.

Venite adoremus, venite adoremus
Venite adoremus Dominum.

Pro nobis egenum et foeno cubantem,
piis foveamus amplexibus.
Sic nos amantem quis non redamaret?


Venite adoremus, venite adoremus
Venite adoremus Dominum.



O come ye, O come ye to Bethlehem.
Born the King of Angels! O come, let us adore Him,

O come, all ye faithful,

Joyful and triumphant,

Come and behold Him,

O come, let us adore Him,

O come, let us adore Him,

Sing, in exhaltation

Christ the Lord. Sing, choirs of angels

O sing, all ye citizens of heav'n above. Glory to God -

Glory in the Highest O come, let us adore Him,

Christ the Lord. Yea, Lord, we greet Thee,

Oh Jesus, to Thee be the glory giv'n

O come, let us adore Him,

O come, let us adore Him,

Born this happy morning

Word of the Father,



Linguarum Comparatio

Questa tabella è stata realizzata da alcuni alunni, guidati dalla loro insegnante,
di una IV ginnasiale (I anno della Scuola superiore), con lo scopo di mostrare
le affinità, e talvolta le identità, lessicali delle lingue indoeuropeee.

This table has been created by some students, guided by their teacher,
of a class IV Secondary School (first year of high school), in order to show
lexical similarities, and sometimes lexical identity, between Indo-European languages.

Σαπφώ 31LP




Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν' ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φονεί-
σας ὐπακούει

καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ' ἦ μὰν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν·
ὠς γὰρ ἔς σ' ἴδω βρόχε', ὤς με φώναί-
σ' οὐδ' ἒν ἔτ' εἴκει,

ἀλλά κὰμ μὲν γλῶσσα μ' ἔαγε, λέπτον
δ' αὔτικα χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν,
ὀππάτεσσι δ' οὐδ' ἒν ὄρημμ', ἐπιρρόμ-
βεισι δ' ἄκουαι,

κὰδ' δέ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δὲ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
ἔμμι, τεθνάκην δ' ὀλίγω 'πιδεύης
φαίνομ' ἔμ' αὔτᾳ.

A lenda de Eneas e Dido

A tráxica historia de amor do príncipe troiano Eneas e a raína de Cartago, Dido, foi maxistralmente interpretada na ópera Dido and Aeneas de Henry Purcell (1659-1695), compositor inglés do barroco.
Este fragmento pertence ao momento no que Dido, en presenza da súa irmán Ana, laméntase do seu desafortunado destino e, tras suicidarse, consúmese na pira funeraria .

Catullus 51, Σαπφώ 31LP, music by Angelo Branduardi


lunes, 13 de diciembre de 2010

Xenophon and the 10,000 marching in the snow

Xenophon, Anabasis 4.5. 3-5, 8-9, 11-18

Xenophon accompanied the Ten Thousand, a large army of Greek mercenaries hired by Cyrus the Younger, who intended to seize the throne of Persia from his brother, Artaxerxes II. Cyrus was killed in the battle at Cunaxa in Babylon (401 BC), while, the Greek senior were killed or captured by the Persian satrap Tissaphernes. Xenophon, one of the remaining leaders elected by the soldiers, encouraged the Greek army of 10,000 to march north across deserts and snow-filled mountain passes towards the Black Sea and the Greek shoreline cities. The 10,000 had to fight their way northwards through Corduene and Armenia, making decisions about their leadership, tactics and destiny, while the King's army and hostile natives constantly barred their way and attacked their flanks. This "marching republic" managed to reach the shores of the Black Sea at Trabzon. But that was not the end of their journey, which ended with their recruitment into the army of the Spartan general Thibron. In the following passages Xenophon narrates about the difficulties the 10,000 encountered in the snowy mountains of Armenia (see the map).

Από εδώ βάδιζαν στη πεδιάδα μέσα από πολύ χιόνι για τρείς σταθμούς και πέντε παρασάγγες. Ο τρίτος σταθμός ήταν γεμάτος δυσκολίες, ενώ ο βόρειος άνεμος τους χτυπούσε στο πρόσωπο κατακαίγοντας τα πάντα και παγώνοντας τους ανθρώπους. Τότε κάποιος από τους μάντεις είπε να προσφέρουν θυσία στον άνεμο. Και αυτοί θυσίασαν. Και τότε όλοι νόμισαν ότι ολοφάνερα κόπασε η δύναμη του ανέμου, το βάθος όμως του χιονιού έφτανε τη μία οργιά. Κι αυτός ήταν ο λόγος που πολλοί δούλοι και υποζύγια χάθηκαν και από τους στρατιώτες περίπου τριάντα. Πέρασαν λοιπόν τη νύχτα ανάβοντας φωτιές. [...]
Ο Ξενοφών, λοιπόν, ο οποίος βρισκόταν στην οπισθοφυλακή και προλάβαινε αυτούς που κατέρρεαν, δεν γνώριζε τι τους συνέβαινε. Όταν κάποιος από τους έμπειρους στρατιώτες του είπε ότι χωρίς αμφιβολία λιμοκτονούν και πως θα σταθούν στα πόδια τους αν φάνε κάτι, αυτός, τριγυρίζοντας τα υποζύγια, αν τυχόν έβλεπε κάτι φαγώσιμο, το μοίραζε και έδινε εντολή σε όσους είχαν ακόμη δυνάμεις να δώσουν τροφή σ’ όσους κατέρρεαν από την πείνα. Κι όταν αυτοί έτρωγαν κάτι, σηκώνονταν και συνέχιζαν την πορεία τους. [...]
Ο Χειρόσοφος και όσοι από το στράτευμα τα κατάφεραν στρατοπέδευσαν στο σημείο αυτό, ενώ από τους άλλους στρατιώτες όσοι δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την πορεία, πέρασαν τη νύχτα νηστικοί και δίχως φωτιά` και εδώ πάλι πέθαναν κάποιοι στρατιώτες। Τους ακολουθούσαν και κάποιοι από τους εχθρούς συγκεντρωμένοι και άρπαζαν τα εξασθενημένα υποζύγια και πολεμούσαν αναμεταξύ τους για αυτά. Μένανε πίσω όσοι στρατιώτες είχαν χάσει την όρασή τους εξαιτίας του χιονιού και σ' όσους είχαν σαπίσει τα δάχτυλα των ποδιών εξαιτίας του ψύχους. Κι ήταν κάποια προστασία από το χιόνι για τα μάτια, εάν κρατούσαν κάτι μαύρο μπροστά από τα μάτια τους και προχωρούσαν. Από την άλλη, ήταν μια προστασία για τα πόδια, εάν κινούνταν χωρίς να σταματούν καθόλου και αν τη νύχτα έβγαζαν τα παπούτσια τους. Όσοι όμως κοιμούνταν με τα παπούτσια , έμπαιναν στα πόδια τους τα λουριά και τα παπούτσια πάγωναν. Γιατί φορούσαν τσαρούχια από δέρματα πρόσφατα γδαρμένων βοδιών, καθώς δεν είχαν πια τα παλιά τους υποδήματα. Εξαιτίας αυτών των αναγκών, λοιπόν, έμεναν πίσω κάποιοι από τους στρατιώτες. Και αυτοί, όταν είδαν ένα μαύρο σημείο -επειδή εκεί δεν είχε πια χιόνι-, υπέθεσαν ότι το χιόνι είχε λιώσει. Κι όντως είχε λιώσει εξαιτίας μιας βρύσης η οποία εκεί κοντά έβγαζε ατμούς μέσα σε μια δασωμένη κοιλάδα. Τότε έβγαιναν από την πορεία και κάθονταν και αρνούνταν να πορευθούν. Ο Ξενοφών με τους οπισθοφύλακες, μόλις αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, τους παρακαλούσε χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο και τέχνασμα να μην μένουν πίσω. Τους έλεγε ότι ακολουθούν πολλοί εχθροί συγκεντρωμένοι και στο τέλος οργίζονταν. Εκείνοι τον προέτρεπαν να τους σκοτώσει, καθώς δεν μπορούσαν να βαδίσουν άλλο. Τότε τους φάνηκε ότι ήταν το καλύτερο να φοβίσουν τους εχθρούς που τους ακολουθούσαν, όπως μπορούσε κανείς, για να μην επιτεθούν στους εξαντλημένους στρατιώτες. Είχε μόλις σκοτεινιάσει, και οι εχθροί πλησίαζαν κάνοντας θόρυβο πολύ καθώς διεκδικούσαν ο ένας από τον άλλο όσα είχαν αρπάξει. Τότε οι οπισθοφύλακες, που είχαν δυνάμεις, σηκώθηκαν κι έτρεξαν εναντίον τους, ενώ οι εξαντλημένοι στρατιώτες φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν χτυπούσαν τις ασπίδες τους με τα δόρατα. Και οι εχθροί φοβισμένοι υποχώρησαν μέσα στο χιόνι προς την κοιλάδα, και πια δεν ακούστηκε καμιά φωνή από πουθενά.

Danae/2nd Grade

viernes, 10 de diciembre de 2010

Songs with Latin subtitles





http://aliso.pntic.mec.es/agalle17/latin/rockola/rockola.html

Las bodas en la Antigua Roma

Fresco pompeyano de un matrimonio

Las justas bodas estaban reservadas para los hombres libres. Los esclavos no tenían derecho al matrimonio, excepto un sector de ellos, que desempeñaba cargos de responsabilidad.
Para casarse no se necesitaba la intervención de ninguna autoridad civil o religiosa. La ceremonia no dejaba necesariamente documento escrito.
Los hijos engendrados en el matrimonio eran legítimos, tomaban el nombre del padre, continuaban la linea de descendencia y eran los herederos del patrimonio.



Rosa y Patricia 1º de Bac. IES de Poio

miércoles, 8 de diciembre de 2010

sábado, 4 de diciembre de 2010

viernes, 3 de diciembre de 2010

Vestimenta en época romana

Estatua romana de Livia Drusilla con palla y stola.


La ropa femenina en Roma estaba constituida por cuatro partes:


  • Ropa interior: Estaba formada por una camisa y, para sostener el pecho, la fascia pectoralis.
  • El vestido: Era una túnica estrecha hasta los pies, que solía ser de lana, algodón, lino y, más tarde, se empezó a utilizar la seda.
  • La stola: Se llevaba sobre la túnica. Era un vestido largo, de colores, bordado en la orilla y sujeto por un cinturón con joyas, un cordón, o una cinta con bordados de colores.
  • Encima de esto llevaban un manto que les cubría la espalda y, en ocasiones, la cabeza. 
La vestimenta masculina se diferenciaba según la clase social:

La toga: Era el vestido oficial que lucían al mostrarse en público. Era una pieza de lana blanca (en invierno gruesa y más fina en verano). Era muy complicada de poner, por lo que a veces necesitaban ayuda de un esclavo. Por esa razón, a partir de la época imperial, fue sustituida en ocasiones por vestidos que permitían más libertad de movimientos como capas o capotes y mantos. Recibía nombres distintos según los adornos que llevaba: toga pura si no llevaba ninguno, toga praetexta con una orla de púrpura, toga picta bordada en oro, toga purpurea totalmente de púrpura con algo blanco.
Bajo la toga llevaban la túnica de distinto tejido según la época, ceñida por un cinturón y adornada con el clavus (una banda que indicaba el orden al que pertenecía su portador). Era larga hasta las rodillas y se vestía dentro de casa y en el trabajo.
Los esclavos y la gente humilde solo llevaban una túnica.



 


No había diferencia entre calzado femenino y masculino excepto en la blandura de la piel y la variedad de colores y adornos.
Había tres tipos de calzado : 

  •  Las sandalias,sujetas con tirillas de cuero entre los dedos y con cintas en las piernas.
  • Los zuecos y los calcei, zapatos del ciudadado,romano, con lengüeta y cordones, que cubrían el pie hasta el tobillo y eran complemento de la toga.




Alba, Sara, Tatiana, 1º Bachillerato, IES de Poio

La comida en la Roma Antigua

Fresco pompeyano

La comida en Roma, se dividía en tres partes:
Tradicionalmente por  la mañana se servía un desayuno, el ientaculum, al mediodía un pequeño almuerzo, el prandium, y al atardecer la comida principal del día, la cena.


Ientaculum
Originalmente estaba compuesto de barras planas y redondas hechas de farro (un grano de cereal emparentado con el trigo) con algo de sal; en las clases altas también había huevos, queso y miel, así como leche y fruta.
En el período imperial, alrededor del comienzo de la Era Cristiana, el pan de trigo se introdujo y con tiempo más productos horneados reemplazaron al pan de farro. El pan era a veces humedecido con vino e ingerido con aceitunas, queso, galletas o uvas.

Prandium
Este almuerzo era más rico y consistía en su mayoría de las sobras de la cena del día anterior.

Cena
Alrededor de las tres, comenzaba la cena.
A veces se prolongaba hasta muy entrada la noche, especialmente si había invitados, y comúnmente le seguía una comissatio (una ronda de bebidas alcohólicas).
Especialmente en el período de los reyes y la república temprana, la cena consistía esencialmente de un tipo de gachas, las puls. El tipo más simple estaba hecho con farro, agua, sal y grasa. El tipo más sofisticado era hecho con aceite de oliva, acompañado con verduras cuando era posible. Las clases más ricas comían su puls con huevos, queso y miel, y ocasionalmente, carne y pescado.
En el transcurso del período de la república, la cena se dividió en dos platos: uno fuerte y un postre con fruta y mariscos. Al finalizar la república, era común que la comida se sirviera en tres partes: la entrada (gustatio), el plato fuerte (primae mensae) y el postre (secundae mensae).

Fresco de un banquete romano.

Joel y Sabela 1ºBac, IES de Poio

El peinado en el mundo romano

Mujer con peinado de la época Flavia

En la Antigua Roma nunca estuvo de moda el pelo corto.


 Las jóvenes llevaban el pelo recogido con un nudo en la nuca o en trenzas formando un moño .Entre las mujeres casadas era mayor la variedad y la complicación de los peinados: rizos, redecillas, postizos, pelucas rubias, y tintes eran de uso frecuente.


La preocupación por el peinado era tal  que, cuando se esculpía un busto, el artista tallaba el peinado con una pieza de marmol suelto para poderlo cambiar al variar la moda.


En la época Flavia el peinado de la mujer alcanzó su máxima complicación con gran volumen de rizos y cintas.


Vanessa Ferreiro y Dariana González 1º BAC, IES de Poio

martes, 30 de noviembre de 2010

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (3)

ΤΟ ΣΑΝΙΔΙΟΝ (6-9)
Μετά από τη σύντομη παράθεση των γεγονότων της αποδημίας και της επιστροφής του Μαντίθεου στην Αθήνα, λίγους μήνες πριν την πτώση του καθεστώτος των Τριάκοντα –διήγηση που στόχο έχει να εμφανίσει την επάνοδο του Μαντίθεου στην Αθήνα ως σύγχρονη περίπου με την ήττα και τη διάλυση του καθεστώτος αυτού και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο Μαντίθεος περνά στο στοιχείο το οποίο φαίνεται πως οι αντίπαλοί του χρησιμοποίησαν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, προκειμένου να τον ελέγξουν για ολιγαρχικά, τουλάχιστον, φρονήματα. Ο Μαντίθεος αντιμετωπίζει τώρα αυτό που στο προοίμιο εμφάνισε ως κατηγορητήριο με μια σειρά από κατά το εικός επιχειρήματα (ενθυμήματα). Επιδιώκει να υποβαθμίσει τη σημασία του σανιδίου ως αποδεικτικού στοιχείου για τη συμμετοχή του στο ιππικό των Τριάκοντα. Αρχικά ισχυρίζεται ότι βρίσκονται εγγεγραμμένοι στο σανίδιο μερικοί από αυτούς που είχαν αποδημήσει την εποχή των Τριάκοντα, όπως αυτός δηλαδή, ενώ πολλοί, οι οποίοι παραδέχονταν ότι υπηρέτησαν ως ιππείς δεν αναγράφονται. Δεν αναφέρει όμως κανένα παράδειγμα ούτε για τη μια ούτε για την άλλη περίπτωση.
Στη συνέχεια συγκρίνει την αποδεικτική αξία του σανιδίου με την αποδεικτική αξία των καταλόγων των φυλάρχων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σανίδιο δεν είναι καθόλου αξιόπιστο με την εξής συλλογική: Αν οι φύλαρχοι δεν κατόρθωναν να συγκεντρώσουν το συνολικό ποσό των επιδομάτων που είχαν δοθεί στους ιππείς και να το επιστρέψουν στο δημόσιο ταμείο, τότε ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι ίδιοι τη διαφορά. Άρα αυτό σημαίνει πως η κατάρτιση των καταλόγων γινόταν με πολύ μεγαλύτερη προσοχή και ευθύνη και κανένα επίδομα από κανέναν ιππέα δεν θα έπρεπε να ξεφύγει. Το σανίδιο, από την άλλη μεριά, ήταν εκτεθειμένο σε δημόσιο χώρο και ο καθένας είχε τη δυνατότητα να διαγράψει όποιου το όνομα ήθελε. Πέρα από το γεγονός ότι ο Μαντίθεος δεν αναφέρει και πάλι παραδείγματα ονομάτων που είχαν διαγραφεί από το σανίδιο (το δικό του όνομα, ωστόσο, δεν διαγράφηκε• υπήρχε, και άρα θα έπρεπε να αποδείξει πως κάποιος που τον επιβουλευόταν το προσέθεσε), μένει ανοικτό το θέμα αν το σανίδιο αποτελούσε πηγή για την κατάρτιση των καταλόγων και συνεπώς ήταν περισσότερο αξιόπιστο από τους καταλόγους, από όπου θα μπορούσε να παραληφθεί ένα όνομα είτε λόγω αβλεψίας είτε επειδή δωροδοκήθηκε ο φύλαρχος. Ο Μαντίθεος όμως δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους βουλευτές: δηλώνει προκαταβολικά πως είναι ανόητο να εξετάσει κανείς την παρουσία ή την απουσία ονομάτων από το σανίδιο και εμφανίζει ως δεδομένη και αυταπόδεικτη την αξιοπιστία των αρχόντων για τους οποίους έχει προβλεφθεί κάποια ποινή στην περίπτωση που δεν πράξουν σωστά το έργο τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ξεκινά την επιχειρηματολογία του με τη φράση εικός ην (5) και τελειώνει με τη φράση αναγκαίον ην (7).
Οι ισχυρισμοί του για το σανίδιο ενδέχεται να ισχύουν, είναι πιθανόν να συμβαίνει αυτό που ισχυρίζεται. Συμβαίνουν ως επί το πλείστον όσα ισχυρίζεται, ιδιαίτερα αν συνδεθούν με το ήθος που διαγράφει ο ομιλών για το πρόσωπό του ή τους αντιπάλους του, όπως συμβαίνει εδώ. Μπορεί όμως και να μην έχουν συμβεί έτσι τα πράγματα. Το ζητούμενο, πάντως, όπως το έθεσε ο ίδιος στην πρόθεσιν, δεν έχει αποδειχθεί κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Τα επιχειρήματα που στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσει ότι δεν έβλαψε κανέναν επί του καθεστώτος των Τριάκοντα, καθώς και το γεγονός ότι και άλλοι που είχαν αξιώματα επί των Τριάκοντα κατέκτησαν πάλι αξιώματα και επί δημοκρατίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι σαφώς ισχυρότερα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τα αφήνει και για το τέλος της ενότητας αυτής του λόγου του, λίγο πριν ανεβούν οι μάρτυρες που θα βεβαιώσουν όλα ή κάποια από τα γεγονότα που ανέφερε.

Αnastasia, 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου (2)

ΠΡΟΟΙΜΙΟ (1-3)
Το προοίμιο, γενικότερα, ενός ρητορικού λόγου στοχεύει να κερδίσει την προσοχή των ακροατών, να τους διαθέσει ευνοϊκά προς τον ομιλούντα και να τους ενημερώσει συνοπτικά για το θέμα του λόγου. Τους στόχους αυτούς θέτει και το προοίμιο του λόγου αυτού του Λυσία.
Ο παράδοξος και εντυπωσιακός (αλλά και ειρωνικός) τρόπος έναρξης του λόγου, όπου ο κατηγορούμενος δηλώνει πως σχεδόν χρωστά χάρη στον κατήγορο που του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει δημόσια για τη ζωή του, στοχεύει στην πρόκληση της προσοχής των βουλευτών. Ο Μαντίθεος είναι σχεδόν ευγνώμων στους κατηγόρους του, καθώς τον αναγκάζουν να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του και να αποδείξει ότι έχει υπάρξει μετρίως βεβιωκώς, θέμα στο οποίο θα αφιερώσει τελικά και το μεγαλύτερο μέρος του λόγου, προσπερνώντας μέσα σε λίγες παραγράφους ό,τι ο ίδιος θα εμφανίσει στο τέλος του προοιμίου ως κατηγορητήριο.
Ήδη από την αρχή του λόγου ο Μαντίθεος εμφανίζει τον εαυτό του θύμα των συκοφαντιών των αντιπάλων του αλλά και αποφασισμένο να αποδείξει τα δημοκρατικά του φρονήματα και την προσφορά του προς την πόλη και τους πολέμους της. Εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά πως, παρά τις φημολογίες που κυκλοφορούν σε βάρος του, θα αποδειχθεί ότι όντως διαθέτει στη δημόσια και την ιδιωτική του ζωή τα προσόντα εκείνα που απαιτεί το βουλευτικό αξίωμα. Με διακριτικό τρόπο δηλώνεται η αγανάκτησή του για τους αντιπάλους, οι οποίοι, όπως σημειώνει, τον συκοφαντούν άδικα και επιδιώκουν να τον βλάψουν. Είναι βέβαιος πως, μετά το τέλος του λόγου του, θα κριθούν χείρονες από το ακροατήριο, ενώ ο ίδιος πολύ βελτίων.
Στο τέλος του προοιμίου, στο τμήμα που ονομάζεται πρόθεσις, ο Μαντίθεος δηλώνει το θέμα των επόμενων παραγράφων του λόγου του, ό,τι δηλαδή εμφανίζει ως κατηγορητήριο: θα αποδείξει ότι δεν υπηρέτησε ως ιππέας την εποχή των Τριάκοντα και ότι δεν μετείχε στο πολίτευμά τους.

Αnastasia, 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

lunes, 29 de noviembre de 2010

Λυσίας (1)





Ο Λυσίας (περ. 445 π.Χ. – 380 π.Χ.) γεννήθηκε στην Αθήνα. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια μέτοικων. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε στην Κάτω Ιταλία, όπου διδάχτηκε την ρητορική από επιφανείς ρητοροδιδασκάλους. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, βίωσε πολλές συμφορές επί των Τριάκοντα, με αποκορύφωμα τον θάνατο του αδελφού του. Συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και για αυτό τιμήθηκε με ισοτέλεια (απαλλάχθηκε από την υποχρέωση καταβολής του μετοικίου, φόρου που οι Αθηναίοι επέβαλλαν στους μετοίκους). Άσκησε το επάγγελμα του λογογράφου, για αυτό και το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού έργου του αποτελείται από δικανικούς λόγους.
Ὑπέρ Μαντιθέου
Πρόκειται για έναν από τους δικανικούς λόγους του Λυσία. Για την ακρίβεια πρόκειται για υπερασπιστικό λόγο που εκφωνείται από τον υπό δοκιμασία βουλευτή Μαντίθεο ενώπιον της Βουλής. Εκτιμάται ότι εκφωνήθηκε στον χώρο του Νέου Βουλευτηρίου (αρχαία αγορά της Αθήνας, σε κόκκινο κύκλο στον χάρτη) ανάμεσα στα 392 και 389 π.Χ.
Ο Μαντίθεος
Ο Μαντίθεος, ένας νέος 30 χρονών περίπου, ο οποίος ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή (περιοχή Θορικού, αρ. 5 στον χάρτη), κληρώθηκε βουλευτής. Τώρα περνά από τη διαδικασία της δοκιμασίας, του ελέγχου δηλαδή της δημόσιας και ιδιωτικής του ζωής, προκειμένου να κριθεί αν είναι κατάλληλος για το αξίωμα του βουλευτή, αν είναι δηλαδή Αθηναίος πολίτης και αν η συμπεριφορά του προς τους θεούς, τους γονείς του και την πόλη είναι η πρέπουσα. Κατηγορήθηκε όμως, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στον λόγο του, ότι διετέλεσε ιππέας επί των Τριάκοντα τυράννων, καθώς το όνομά του συμπεριλαμβάνεται στο σανίδιον, τον πίνακα, όπου ήταν αναγεγραμμένα τα ονόματα των ιππέων κατά την περίοδο αυτήν. Αναφέρει όμως επίσης ότι κυκλοφορούν και κάποιες φήμες σε βάρος του. Την κατηγορία τη σχετική με τη θητεία του στο ιππικό των Τριάκοντα επιχειρεί να ανασκευάσει ο Μαντίθεος στον λόγο του αυτόν. Κυρίως όμως επιχειρεί να απαντήσει στις φημολογίες σχετικά με το πρόσωπό του. Τελικός στόχος του είναι να αποδείξει ότι όντως έχει ζήσει μετρίως, με σύνεση και σωφροσύνη, κοσμίως, όπως απαιτούσε ο αθηναϊκός δήμος για τα μέλη της ελίτ.
Παναγιώτης 2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων

domingo, 28 de noviembre de 2010

Perseus and Andromeda

Μια ιστορία από το 4ο βιβλίο των Μεταμορφώσεων (Metamorphoses) του Οβιδίου (Publius Ovidius Naso)

Ο Κηφέας, ο βασιλιάς της Αιθιοπίας, και η γυναίκα του η Κασσιόπη (ή Κασσιόπεια) έχουν μια κόρη την Ανδρομέδα. Η Κασσιόπη, που ήταν πολύ περήφανη για την ομορφιά της, συγκρίνει τον εαυτό της με τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας οργισμένος  στέλνει στις ακτές της Αιθιοπίας ένα θαλάσσιο κήτος με σκοπό να βλάψει τους κατοίκους. Οι κάτοικοι της Αιθιοπίας ζητούν βοήθεια από το μαντείο του Άμμωνα. Το μαντείο τους απαντά πως ο θεός επιθυμεί να θυσιαστεί η Ανδρομέδα. Ο Κηφέας αναγκάζεται να δέσει την Ανδρομέδα σε ένα βράχο δίπλα στη θάλασσα. Ενώ το θαλάσσιο κήτος κατευθύνεται προς την Ανδρομέδα, καταφθάνει στο σημείο αυτό ο Περσέας, ο γιος του Δία και της Δανάης από το Άργος, με τα φτερωτά του υποδήματα, ο οποίος επέστρεφε από την εκστρατεία εναντίον της Γοργώς. Όταν βλέπει την κοπέλα θαμπώνεται από την ομορφιά της, μαγεύεται από τα εκθαμβωτικά της μάτια και αποφασίζει να τη σώσει. Τη ζητά σε γάμο από τους γονείς της και υπόσχεται να τη σώσει. Το κήτος πλησιάζει στην ακτή. Μετά από πάλη, ο Περσέας κατορθώνει να το  σκοτώσει καρφώνοντας το ξίφος του στην πλάτη του. Το κήτος βγάζοντας δυνατές κραυγές βυθίζεται στα κόκκινα από το αίμα κύματα. Ο Περσέας πέφτει εξουθενωμένος μετά τη μάχη σε ένα βράχο για να ξεκουραστεί.
Οι γονείς της Ανδρομέδας θα δώσουν στον Περσέα και το βασίλειό τους ως προίκα. Ο Κηφέας, η Κασσιόπη και όλοι οι κάτοικοι της Αιθιοπίας χαίρονται και γιορτάζουν για το αίσιο τέλος της περιπέτειας. Ο Περσέας τελικά θα φέρει την Ανδρομέδα στην Τίρυνθα και θα αποκτήσει μαζί της αρκετά παιδιά.
Ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης έγραψαν ο καθένας τους μία τραγωδία με τον τίτλο Ανδρομέδα, από τις οποίες σώζονται μόνον αποσπάσματα. Την ιστορία της Ανδρομέδας μπορούμε να τη διαβάσουμε και στη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου (Βιβλιοθήκη 2.4.3) και στους μύθους του Υγίνου (Hyginus, Fabulae 64).

Αγγελική – Βάσω/2nd Grade/Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων, Athens
Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων, Αθήνα

lunes, 22 de noviembre de 2010

Cronología de la historia de Roma

La historia de Roma comenzó con su fundación en el 753 a.C. y finalizó en el 476 d.C. con la caida del Imperio Romano de Occidente
Durante estos trece siglos hubo tres etapas:

-Monarquía (753-509 a.C.)
-República (509-27 a.C.)
-Imperio (27 a.C.-476 d.C.)






Sandra y Jennifer, 4ºA IES de Poio

La República ( 509 – 27 a.C.)

Al rey lo sustituyeron dos cónsules.
Se crearon en esta época las magistraturas. Se promulgaron leyes para regular los derechos y los deberes de los ciudadanos.
La república fue una época marcada por las guerras de expansión y conquista y por las rivalidades políticas.
Un hecho crucial fueron las guerras púnicas, enfrentamiento entre romanos y cartagineses ( 264 – 146 a.C. )
Tras la victoria de Escipión frente a Aníbal, comenzó un tiempo de enorme agitación política y desarrollo cultural, especialmente en la literatura y las artes.
La rivalidad política entre Sila y Mario en los siglos II y I a.C. alteró la vida romana.
En el siglo I a.C. Pompeyo y César se enfrentaron en una contienda civil entre partidarios de uno y otro. La victoria fue de Julio César. Pero no pudo saborear el triunfo pues su hijo Bruto, junto con otros conjurados, lo asesinó en los idus de marzo del 44 a.C.
Años después emergió la figura de Octavio Augusto y, de su mano, Roma entró en otra etapa de su historia: el Imperio.

Publicado por Sara y Eva. IES Poio 4ºA

El Imperio

El Imperio perduró durante cinco siglos.
El emperador tenía todo el poder y estaba rodeado de una camarilla de políticos y militares (el pretorio).
En el mando se sucedieron varias dinastías (Julio-Claudia,Flavia,Antonina,Severa).
La expansión del Imperio.
En un primer momento,Roma alcanzó una expansión espectacular en la época del emperador Trajano,originario de Hispania.
La decadencia y la escisión.
Le siguió un ligero declive y a continuación se produjo una escisión.Se dividió el Imperio en el de Oriente y de Occidente.
La caída del Imperio.
El Imperio de Occidente,con capital en Roma, cayó en el año 476 a.C. con la invasión de los bárbaros.El de Oriente,con capital en Constantinopla, permaneció hasta 1453 a.C. cuando la ciudad fue tomada por la tropas otomanas.





Raquel Montes y Nerea Gondar,4ºA IES POIO

La monarquía en Roma (753-509 a.C.)


Tiziano, Tarquinio y Lucrecia
 La monarquía (753-509 a.C.)
En esta época siete reyes se sucedieron en el trono.
Rómulo fue el primero tras acabar con su hermano Remo, y Tarquinio el Soberbio el último.
En esta época Roma conquistó el Lacio; se fundó el puerto de Ostia; se construyeron los primeros edificios públicos en el Capitolio.
Servio Tulio, uno de los últimos reyes, realizó la primera organización de la población, esta quedó dividida en cuatro tribus territoriales y en siete clases sociales según su poder y sus riquezas.
El ejército se dividió en centurias, unidades tácticas.

Rocio y Mari 4ºA IES de Poio

Amor, Roma


The translation of Catullus poem in English:

He seems to me the equal of a god,
he seems, if that may be, the god's superior
who sits face to face with you and again and again
watches and hear you,

sweetly laughing, an experience which robs me
poor wretch, of all my senses; for the moment I set
eyes on you, Lesbia, there remains not a whisper
of voices on my lips

but my tongue is paralysed, a subtle flame
courses through my limbs , with sound self-caused
my two ears ring, and my eyes are
covered in darkness.

domingo, 21 de noviembre de 2010

El tópico literario "Efectos del amor" en Safo y Catulo


                           Fresco pompeyano

En torno al año 600 a. C., en la lírica griega nos encontramos con una figura femenina: la poetisa Safo.
Ella compuso este poema donde habla de los efectos del amor que, pasados los siglos, siguen describiendo de la misma forma los poetas.

Me parece que es igual a los dioses
el hombre aquel que frente a ti se sienta,
y a tu lado absorto escucha mientras
dulcemente hablas y encantadora sonríes. Lo que a mí
el corazón en el pecho me arrebata;
apenas te miro y entonces no puedo
Al punto se me espesa la lengua
y de pronto un sutil fuego me corre
bajo la piel, por mis ojos nada veo,
los oídos me zumban,
me invade un frío sudor y toda entera
me estremezco, más que la hierba pálida
estoy, y apenas distante de la muerte
me siento, infeliz.
Antología de la poesía lírica griega,  Alianza editorial, pág 66-67

 Este poema fue imitado, siglos más tarde en la literatura romana por Catulo:

Ille mi par esse deo videtur
ille, si fas est, superare divos,
qui sedens adversus identidem te
spectat et audit
dulce ridentem, misero quod omnis
eripi sensus mihi; nam simul te,
Lesbia, aspexi, nihil est super mi
Vocis in ore,
lingua sed torpet, tenuis sub artus
flamma demanat, sonitu suopte
tintinant aures, gemina teguntur
lumina nocte

Me parece que es igual a un dios, me parece, si no es impiedad, que sobrepasa a los dioses aquel que, sentado ante ti, sin cesar te contempla y te oye sonreír dulcemente, dicha que arrebata a mi pobre alma todos los sentidos; pues apenas te he visto, Lesbia, se me apaga la voz en la boca
se me paraliza la lengua, un fuego sutil corre por mis miembros, me zumban con un sonido interior los oídos y una doble noche se extiende sobre mis ojos.

Aquí puedes leer a Catulo en latín

Si quieres aprender más sobre tópicos literarios puedes visitar El laberinto de los tópicos, un blog de dos profesoras del IES de Poio

Lyrica amorosa: Amor, Roma.


La poésie amoureuse des "poetae novi" se développe à Rome de la fin de la République à l' "Age d'Or" du règne d'Auguste.
Après le drame des guerres civiles, la paix d'Auguste favorise l'individualisme et la recherche du bonheur dans le plaisir et le loisir, en dépit du "mos majorum" qui privilégie devoir, sacrifice, héroïsme. La " militia amoris", service d'amour, est plus attrayante que le service militaire dont les poètes empruntent parfois le langage guerrier pour commenter leurs stratégies, victoires ou défaites amoureuses. Mais bien souvent la poésie amoureuse est plus un jeu littéraire qu'une confidence romantique.
Catulle (-84?, - 54?), de Vérone, a écrit des poèmes de genres très variés. Une cinquantaine de textes évoquent son amour pour une femme qu'il nomme Lesbia (cf l'île de Sappho), qui le fit souffrir.
Le poème 51 est inspiré de la poétesse Sappho qui vécut sur l'île de Lesbos (- VIIème s.) Catulle oppose le bonheur de celui qui est auprès de Lesbia à ses propres souffrances d'amant malheureux.la forme en strophes est grecque.

Ille mi par esse deo videtur,
ille, si fas est, superare divos,
qui sedens adversus identidem
te spectat et audit

dulce ridentem, misero quod omnes

eripit sensus mihi; nam simul te,
Lesbia, aspexi, nihil est super mi Lesbia,

vocis in ore,

lingua sed torpet, tenuis sub artus
flamma demanat, sonitu suopte
tintinant aures, gemina teguntur
lumina nocte.

Traduction: Celui-là me semble être l'égal d'un dieu
celui-là, si c'est permis, me semble surpasser les divinités,
celui qui, assis en face sans cesse
te regarde et t'entend,

Toi qui souris doucement, ce qui m'arrache tous mes sens,
à moi le malheureux: car dès que toi,
Lesbia, je t'ai aperçue, rien n'est resté
de ma voix dans ma bouche,

Au contraire, ma langue est paralysée, dans mes membres
une flamme circule, de son fracas intérieur
mes oreilles tintent, mes deux yeux sont recouverts
par la nuit.

Texte de Sappho: Celui-là me paraît être l'égal des dieux, l'homme qui, assis en face de toi, de tout près, écoute ta voix si douce Et ce rire enchanteur qui, je le jure, a fait fondre mon coeur dans ma poitrine; car dès que je t'aperçois un instant, il ne m'est plus possible d'articuler une parole; Mais ma langue se brise, et, sous ma peau, soudain se glisse un feu subtil; mes yeux sont sans regard, mes oreilles bourdonnent.



miércoles, 17 de noviembre de 2010

Why study Latin?

La lirica amorosa in Grecia


La poesia d’amore nasce in Grecia nel periodo arcaico (VII sec. a. C.) in ambiente eolico.

Nell’isola di Lesbo, occupata, (all’epoca della prima invasione della penisola balcanica da parte degli indoeuropei), da gente che parlava un dialetto greco detto eolico, una città, Mitilene ebbe la fortuna di dare i natali a due eccelsi poeti.

La lirica amorosa era detta dai Greci melica monodica , cioè poesia cantata da una voce solista e con l’accompagnamento di uno strumento musicale.

Il più grande poeta d’amore dell’antica Grecia fu una donna :

SAFFO !

Nella biografia della poetessa sono intrecciate indissolubilmente storia e leggenda.

Fu concittadina e contemporanea di un altro grande poeta, Alceo, che ebbe per lei ammirazione e stima.

Si sposò ed ebbe una figlia, Cleide, che amò teneramente. Compose liriche di mirabile bellezza, coltivando in egual modo la lirica monodica e quella corale.


Qual è la concezione che Saffo ha della vita?

Quali cose ritiene importanti e degne di essere desiderate e perseguite?

Ebbene in questo frammento troviamo la sua weltanschauung :

ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον οἰ δὲ πέσδων,

οἰ δὲ νάων φαῖσ᾿ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν

ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾿ ὄτ-

τω τις ἔραται



Alcuni una schiera di cavalieri, altri di fanti,

Οi| μν ππήων στρότον, ο δ πέσδων,

altri (una flotta) di navi dicono sulla terra nera

ο δ νάων φα σ' π[] γν μέλαι[ν]αν

che sia la cosa più bella, io invece quello che

] μμεναι κάλλιστον, γω δ κν' τ-

qualcuno ama
τω τις ραται. » (framm. 16)


Alcuni dicono che sulla nera terra la cosa più bella

sia una schiera di cavalieri.

Altri ritengono la cosa migliore un esercito di fanti.

Altri ancora che la cosa più bella sulla terra nera sia una flotta.

Io invece dico che la cosa più bella è

quello che si ama.